procacidad - ορισμός. Τι είναι το procacidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι procacidad - ορισμός


procacidad      
sust. fem.
1) Desvergüenza, insolencia atrevimiento.
2) Dicho o hecho desvergonzado insolente.
procacidad      
procacidad f. Dicho o acción procaz.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για procacidad
1. Semejantes risas tontas, similar nivel de procacidad, desmadre por el estilo.
2. Para colmo, mi show, con cero procacidad, no era muy adecuado para el ambiente.
3. Dos horas de música, poesía, mímica, vodevil, contorsionismo, procacidad, susurro, rugido, cariño, sorpresa, siempre la sorpresa, siempre, ayer -durante dos largas pero tan cortas horas- la dulce y escasa dictadura de lo imprevisible.
4. La responsabilidad de ésta es mayormente atribuible a Rajoy, del que a veces me pregunto si la cara de asustado que pone no es a causa de que él mismo se espanta por la procacidad de su discurso.
5. Dos horas de música, poesía, mímica, vodevil, contorsionismo, procacidad, susurro, rugido, cariño, sorpresa, siempre la sorpresa, siempre, el sábado -durante dos largas pero tan cortas horas- la dulce y escasa dictadura de lo imprevisible.
Τι είναι procacidad - ορισμός